- απέταλος
- η , ο [ος , ον ]1) бот. без лепестков; 2) см. απέτάλωτος
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απέταλος — η, ο Βοτ. τα Απέταλα κατηγορία αγγειόσπερμων φυτών (τσουκνίδες, οξιές, βαλανιδιές) των οποίων τα άνθη δεν φέρουν στεφάνη … Dictionary of Greek
απέταλος — η, ο (για λουλούδια), αυτός που δεν έχει πέταλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
apétalo — (Del gr. a, privativo + petalon, hoja.) ► adjetivo BOTÁNICA Se aplica a la flor que no tiene pétalos. * * * apétalo, a (del gr. «apétalos») adj. Bot. Se aplica a las *flores que no tienen pétalos. * * * apétalo, la. (Del gr. ἀπέταλος). adj. Bot.… … Enciclopedia Universal
apétalo — apétalo, la (Del gr. ἀπέταλος). adj. Bot. Dicho de una flor: Que carece de pétalos … Diccionario de la lengua española